- δύσορμα
- δύσορμοςwith bad anchorageneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δύσορμος — δύσορμος, ον (Α) 1. αυτός που έχει άσχημους όρμους, αραξοβόλια («νῆσός ἐστι... δύσορμος ναυσίν», Αισχ.) 2. (για άνεμο) αυτός που κρατά πλοία στο λιμάνι, εμποδίζει την είσοδο ή την έξοδο 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ δύσορμα πετρώδη και δύσβατα… … Dictionary of Greek